- επίμονος
- 1) intractable2) persistent3) tenacious
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ἐπίμονος — staying on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την … Dictionary of Greek
ἐπιμονώτερον — ἐπίμονος staying on masc acc comp sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμονος staying on adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονωτάτων — ἐπίμονος staying on fem gen superl pl ἐπίμονος staying on masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνως — ἐπίμονος staying on adverbial ἐπίμονος staying on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμονον — ἐπίμονος staying on masc/fem acc sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτατος — ἐπίμονος staying on masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτερα — ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνοις — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνου — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)